Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

Το συναξάρι μιας ζωής

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Να λες «Ναι» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευκτο σε δικιά σου ελεύθερη βούληση...
Αυτός είναι ο μόνος δρόμος που μας οδηγεί στη λύτρωση!!!

Νίκος Καζαντζάκης

 

Εγώ...

Κάθομαι στη συνηθισμένη μου θέση, στο βάθος της μεγάλης κάμαρας, στη κεφαλή του τραπεζιού, τριγυρισμένος από χαρτιά, μολύβια, τσιγάρα, τα εργαλεία μου και μέσα απ’ τις φαρδιές μπαλκονόπορτες αγναντεύω το τοπίο.

Κάθε μέρα, χρόνια τώρα, αγναντεύω το ίδιο τοπίο…
Κάθε μέρα, χρόνια τώρα, αγναντεύω ένα τοπίο που ποτέ δεν έχω ξαναδεί…

Απόψε, ο ήλιος βασιλεύοντας χρυσώνει όλον τον τόπο. Λαμπραίνει το μισοσυννεφιασμένο ουρανό, ζωογονεί τα νερά του Παγασητικού.

Ο ήλιος της Ελλάδας… Ο μεγάλος αυτός απατεώνας! Αυτός που χαρίζει υπερκόσμια ομορφιά στην πιο ανόητη, την πιο μίζερη χώρα της Ευρώπης... Αυτός που της δίνει το κάτι τις που με κάνει να μη μπορώ πια ούτε στιγμή να ζήσω μακριά της…
Έχουμε θέμα εμείς οι τρεις… Ο ήλιος, η Ελλάδα, εγώ…
 
Κάθομαι λοιπόν στο τραπέζι μου και, που και που, γράφω...
Ή, τουλάχιστον, προσπαθώ!
 
Γράφω όταν με πνίγουν κάτι παλιές θύμισες, όταν με βαραίνει ο πόνος… Όταν η πίκρα ξεχειλίζει τη ψυχή μου και θέλει να την αποθέσω... Πως να γίνει; Αν δεν πονέσεις δεν γράφεις, αν δεν αγαπήσεις δεν γράφεις, αν δεν πιείς απ’ το γλυκόπικρο ποτήρι της ζωής δεν γράφεις!
Γράφω τον Έλληνα Λόγο, τον αρθρωμένο για πρώτη φορά στις αμμουδιές του Ομήρου, αυτόν που κυλώντας μέσ’ από το Λάτιο έφτασε στη Δύση, στο Βυζάντιο, στο στόμα του «αγράμματου Έλληνα» και τέλος κάποια στιγμή και σ’ εμένα, βροντοφωνάζοντας τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας στον αιώνα τον άπαντα.
Γράφω τον Έλληνα Λόγο, αυτόν που ορίζει τον Άνθρωπο σαν κάποιον που αναλογίζεται και κρίνει όσα έχει δει: «αναθρών ά όπωπε» αν(α)θρω(ν ά ό)π(ωπ)ε!
Γράφω τον Έλληνα Λόγο, «το πάλαι τε και νυν και αιεί ζητούμενον αιεί απορούμενον» του Αριστοτέλη, που τον ψάχνει με το φανάρι του ο κυνικός Διογένης και όλοι εμείς, οι λοξίες του Λόγου.
 
Αλλά…                                                                           (πάντα και σ’ όλα υπάρχει ένα «αλλά»!)
 
Μόνο να γράφω δεν ξέρω...
 
Μ’ όλα όσα γράφω, δε δυναμώνω, λέω… 
Ούτε καν για την επανάσταση δε φτάνουνε! Χιλιάδες σελίδες να ‘γραφα, πάλι δε θα φτάνανε να κάνουνε την επανάστασή μου, λέω…
Ακόμα χειρότερα…
Τα γραφόμενά μου κανένανε δε βοηθάνε, το φωνάζω…
Ούτε τους οικοδόμους, ούτε τους αγρότες, τους άνεργους και τους νέους βοηθάνε να ζήσουν μια καλύτερη ζωή, να φάνε ένα καλύτερο φαί, ούτε εμένα να ζω και να τρώω καλύτερα.
Ούτε καν για να εντυπωσιάσω τη γυναίκα που ποθώ δεν κάνουνε…
Δεν πρόκειται ποτέ να γίνω πλούσιος μ’ αυτά, ούτε πιστεύω να μου δώσει κάποιος ένα δωρεάν εισιτήριο για σινεμά ή θέατρο επειδή, που και που, γράφω…
Κανένας δεν πρόκειται να μου δώσει ένα ρούχο να βάλω πάνω μου, ένα τσιγάρο να καπνίσω ή ένα ποτήρι κρασί να πιω γι αυτά που, που και που, γράφω…
Ακόμα και στη βροχή, ούτε μια ομπρέλα δε θ’ ανοίξει κανείς για χάρη μου κι αν βάλω τις σελίδες που γράφω πάνω στο κεφάλι μου, πάλι μούσκεμα θα γίνω!
Ούτε θα με συχωρέσει ή θα μου δώσει κανείς χάρη γι αυτά που, που και που, γράφω...
 
Μόνο να γράφω δεν ξέρω...
 
Να σβήνω απ’ το χώρο λέξεις που με το ζόρι σφήνωσαν στην άπνοια, γυμνώνοντας τις μέρες μου από τριαντάφυλλα που πνίγονταν στον ίδιο τους τον ανθό, που ζευγάρωναν με τ’ απαλό βογγητό της βροχής που γέμιζε το κεφάλι μου ελευθερώνοντας ντροπαλά όλα τα βιώματα στο σύμπαν της αγάπης…
 
Μόνο να γράφω δεν ξέρω...
 
Να λείπω απ’ όλες μου τις στιγμές - αρχίζοντας από την τελευταία που μεταμορφώθηκε απαλά σε γέλιο, που παραδόθηκε υποκύπτοντας στη χαρά σε καταστολή πράξης και κάλυψης, όταν βυθίστηκε γονατιστή και απελπισμένη, πιο ήπια ακόμη και απ τον θάνατο...
 
Μόνο να γράφω δεν ξέρω...
 
Να γράφω την γλυκιά μου μοναξιά με πινέλο βουτηγμένο σε δροσερό νερό, σημαδεύοντας τις τελείες και τα κόμματα όταν συνοδεύουν τις ζεστές μέρες μου, όταν αυτό που ούτε άγγιξα ούτε και είδα, έφτασε μόνο για το σβήσιμο κάποιων ασάλευτων ίσκιων...
 
Μόνο να γράφω δεν ξέρω...
 
Εγώ τώρα, λέω, θα τ’ αψηφήσω όλα… Θα μεθύσω την λαμπερή μου άγνοια, θα στάξω χολή, θα φτιάξω ερήμους μ’ όλα τα υγρά τα ψέματα, δεν θα σταθώ στα πεπερασμένα, θα φτιάξω τα δικά μου!
 
Έτσι στοιχειώνει τις ώρες μου ο στίχος, κι όλα τα ψέματα που γράφω σ’ αράδες, ουρλιάζουν αλύπητα: πένα, τσεκούρι και φωτιά! – απ’ άγγελου φτερό, δήμιου χέρι, της κόλασης σοκάκι.
Κι ας μη λογίζω τον πόνο όταν κουβαλάω την αλήθεια του!
 
Πώς να χωρέσουν οι λέξεις στο μυαλό σα σπαρταράει η καρδιά? Όταν πια η Αγάπη μοιάζει παλιό και σκουριασμένο κλειδί π’ ούτε θυμάται πια τι θησαυρούς ανοίγει?

Γδύνω λοιπόν τη ψυχή μου να ντύσω τη σάρκα μου κι όλα ξανά στο κόκκινο, το πρωτοφανέρωτο!

Αδέσμευτο, αυθαίρετο, και ατίθασο, αλλά και αληθινά ελεύθερο ορθώνεται αυτό το «εγώ» μου.
Χάρις σ’ αυτό το «εγώ», σκέφτομαι πηγαία όλα όσα άλλοι για ώρες σκέφτονται, για να καταλήξουν στην ίδια, τη δικιά μου τη σκέψη.
Χάρις σ’ αυτό το «εγώ», βλέπω με τα δικά μου τα μάτια και όχι με τα μάτια εκείνων που είδαν πριν από εμένα.
Χάρις σ’ αυτό το «εγώ», η σχέση μου με το σύμπαν, με τα πράγματα και τους ανθρώπους δεν μπαγιατεύει, αλλά είναι πάντα νέα, δροσερή και το κάθε τι, χάρις σ' αυτό, αντιχτυπάει σαν πρωτοφανέρωτο στην ψυχή μου.
Είναι όμως και του καλού και του κακού πηγή τούτο το χάρισμα.
Το ίδιο «εγώ» που οικοδομεί τα ιδανικά μου, αυτό το ίδιο διαλύει και τις ψευδαισθήσεις, κάθε τι που δεν είναι αληθινά πραγματικό.
Κι όπως περνάν τα χρόνια, σιγά-σιγά, το ίδιο το δικό μου «εγώ», ξεχνάει την τέχνη που οικοδομεί κόσμους ιδανικούς, δεν ξεχνάει όμως την τέχνη που τους γκρεμίζει…
 
Άλλοι φοβούνται τον έρωτα, εγώ την ανυπαρξία…
Άλλοι σαλπάρουν με καράβια, εγώ και με σκέψεις…
Άλλοι βαστούν σφιχτά απ’ το χέρι τον εαυτό τους κι εγώ το βλέμμα ψηλά, προσμένοντας ένα ακόμα σκουντούφλημα…
Άλλοι γεννούν παιδιά, εγώ κυοφορώ ποιήματα…
Άλλοι προσκυνούν τον Θεό, εγώ τον κλέβω στο τάβλι…
Άλλοι φοβούνται τον θάνατο, εγώ τρέμω μπρος στην ζωή μου…
 
Ναι, είμαι εγωιστής, ανυπόμονος και μερικές φορές ανασφαλής.
Κάνω λάθη, ενίοτε είμαι εκτός ελέγχου και υπάρχουν περίοδοι που είναι δύσκολο να με χειριστεί κανείς.
Αλλά όποιος δεν μπορεί να με χειριστεί στα χειρότερά μου, είναι σίγουρο πως δεν με αξίζει στα καλύτερά μου!
 
Όταν τελικά, κάπου στις αρχές αυτής της χιλιετίας επέστρεψα στη χώρα κι εγκαταστάθηκα στο χωριό, μου πανε οτι, «…αν πας να ζήσεις μονάχος εκεί πάνω στο βουνό, θα ‘σαι ή τρελός ή σοφός».
Ούτε το ένα είμαι, ούτε το άλλο! Δε καβάλησα το καλάμι να πιστεύω ότι είμαι κάποιος μεγαλοφυής σπουδαίος. Ούτε όμως κατατρέχομαι από κάποιο νοσηρό πλέγμα κατωτερότητας, να νομίζω πως είμαι εντελώς αποτυχημένος. Απλά είμαι μια ευπρεπής, κοινή μετριότητα. Δεν φταίω εγώ γι αυτό, τόσο ήταν που μου επιφύλαξε η μοίρα μου.

Μεταφυτευμένος από μια ομιχλώδη Ευρώπη στον πηλιορείτικο αλλά και συνάμα επαρχιακό και μικροαστικό Βόλο, έζησα τα τελευταία χρόνια μου μία, για τα δικά μου τουλάχιστον μέτρα, πολυτάραχη ζωή. Μιά ζωή όπου τελικά με συνέτριψαν δυνάμεις υπέρτερες, σε μια σύγκρουση που υπερβαίνει την ανθρώπινης κλίμακας διαπάλη ερωτικού ενστίκτου και κοινωνικοοικονομικών συμβάσεων.

Από πολύ νωρίς, αισθάνθηκα ξένος από το περιβάλλον μου.
Όταν αυτό το περιβάλλον ήταν ακόμη στενό και ταυτίζονταν με την οικογένειά μου, αισθανόμουνα ήδη σα νόθος.
Όταν ξενιτεύτηκα κι η συνείδησή μου ξανοίχτηκε στη μεγάλη πολυπολιτισμική κοινωνία των ανθρώπων, τότε αισθάνθηκα διαφορετικός, εγωκεντρικός, αναφομοίωτος, έγινα προκλητικός, ενοχλητικός, έως κι επικίνδυνος θα ‘λεγα για τους υπόλοιπους της οικογένειας.
Γι αυτό και τελικά αναγκάστηκαν να μ’ απορρίψουν. Κι αυτό, χρόνια πριν γυρίσω στη πατρίδα. Φαίνεται πως δεν είχαν άλλη επιλογή!
 
Που μπορούσαν αυτοί να στοχαστούν τα όλα όσα για δεκαετίες μέστωναν τ’ αμούστακο παιδάκι, αυτό που τότε, μια βροχερή μέρα του Σεπτέμβρη του ‘70, με δυο λιανοπράματα σε μια βαλίτσα παραμάσχαλα κι ένα παλιό σακίδιο στη πλάτη, μπήκε μονάχο στο τραίνο, «Εξπρές Ακρόπολις» τό λεγαν, κι έφυγε - τρία μερόνυχτα δρόμο - για τη πόλη του φωτός, νά ‘βρει το δικό του αύριο…
Ένα αύριο που το ξεκίναγε μονάχος, χωρίς φίλους, χωρίς γνωστούς, χωρίς Έλληνες, σε μέρη απρόσιτα κι άγνωστα, μόνο με τα δικά του, καταδικά του οράματα…
Τρία μερόνυχτα ταξίδευα, κουρνιασμένος σα σακί με πατάτες, στη γωνιά ενός ελεεινά βρώμικου κουπέ, σ’ ένα βαγόνι όπου μπαινόβγαιναν κάθε λογιώ ανθρώποι, ζώα και πραμάτειες, καθώς διέσχιζε μ’ ένα ρυθμικό «τακ-τακ, τακ-τακ, τακ-τακ», την ατέλειωτα μονότονη Γιουγκοσλαβία.
Καθώς ένοιωθα ν’ απομακρύνομαι όλο και περισσότερο από τα δικά μου, γνωστά μέρη, απ’ τη σιγουριά της οικογένειας, των γνωστών και των φίλων που άφηνα πίσω μου, τρόμος, ανησυχία και δέος γέμιζαν τα φυλλοκάρδια μου. «Που πας ρε φίλε;» αναρωτιόμουνα, «ξέρεις;» Όχι, δεν ήξερα… Η καρδιά φανταζότανε, ο νους ονειρεύονταν!
Μ’ αυτιά και μάτια ορθάνοιχτα, ρούφαγα ήχους πρωτόγνωρους, μιαν άγνωστη γλώσσα, αποθήκευα εικόνες και παραστάσεις μιας φύσης αλλιώτικης, ποτάμια, ατέλειωτα χωράφια, φυτείες, κάρα, βουβάλια, φτωχολογιά…
Η Αυστρία, μου φάνηκε πιο γνώριμη - είχα ξαναπάει πριν χρόνια - με κουκλίστικα, λουλουδοστολισμένα σπίτια, τρομαχτικά βουνά, καταπράσινα λαγκάδια και βοσκοτόπια  με σκόρπια γελάδια να βοσκάνε.
Άλλαξα τρένο στο Μόναχο κι ούτε πολυκατάλαβα πως έφτασα στη Γαλλία, η φωνή του αστυνομικού «passeport sil vous plaît», με ξύπνησε!
Νωρίς το ίδιο βράδυ, ξεμπαρκάρησα στον προορισμό μου στη Gare de lEst. «Καλώς τον στο Παρίσι, φώναξα δυνατά, κομμάτι σκοτεινό μου φάνηκε για «Πόλη του Φωτός», δεν ανησύχησα όμως παραπέρα και κοίταξα να βρω ένα δωμάτιο για τη νύχτα.
Πρωί-πρωί την άλλη μέρα, 10 του Σεπτέμβρη ήτανε θαρρώ, ξεκίναγε αυτό που έμελε να σημαδέψει όλη την υπόλοιπη ζωή μου, μέχρι και σήμερα!
Ξεκίναγα ένα άγνωστο ταξίδι, μ’ άγνωστα μονοπάτια, δρόμους και προορισμό… Τα πάντα όλα, άγνωστα!
Μετά από χρόνια, έφτασα κάπου, λίγο-πολύ εκεί που ήθελα.
 
Και τώρα τι;
Αλήθεια, ποιες ήταν οι επόμενες επιθυμίες μου;
Ήμουνα πετυχημένος, ταξινομημένος, ότι επιθυμούσα το είχα, άρχιζα να νοιώθω τον κορεσμό…
Δεν έφταναν όλα αυτά όμως… Δεν έφταναν!
 
Κι έτσι, κατάφερα τη τελευταία στιγμή, πριν με πάρει η κάτω βόλτα, τα ξεφορτώθηκα όλ’ αυτά, πέταξα και πήρα το δρόμο των συναισθημάτων, της φαντασίας, του ονείρου, της επιθυμίας…
Το δρόμο μιας νέας επαφής με τον κόσμο και τους ανθρώπους.
Έγινα μειοψηφία, το «δύο τοις εκατό» που λέει κι ο φίλος μου ο Βαγγέλης, έκθετος, ποτέ πια  ένθετος!
 
Ο αληθινός σκηνοθέτης της ζωής μου ήταν πάντα το τυχαίο… Ένας σκηνοθέτης γεμάτος σκληρότητα, συμπόνια και μαγευτική γοητεία…
Αυτά που γι άλλους ήταν δεδομένα και τα προσπερνούσαν αδιάφορα, για μένα συχνά ήταν μικρές και μεγάλες ευτυχίες. Τα ζούσα με παιδιάστικη έκπληξη και με γέμιζαν συναισθήματα.
Οι καθοριστικές στιγμές της ζωής μου, όταν π.χ. η κατεύθυνσή της άλλαζε για πάντα, όταν ξεκίναγα μια νέα ρότα, δεν χαρακτηρίζονταν οπωσδήποτε από ηχηρούς και εντυπωσιακούς θεατρινισμούς.
Στην πραγματικότητα, οι δραματικές στιγμές όλων των καθοριστικών εμπειριών μου, ακόμα κι η τελευταία που έζησα, ήταν απίστευτα χαμηλών τόνων. Όταν τελικά ξεδιπλωνόντουσαν οι επιπτώσεις τέτοιων εμπειριών και πλέον η ζωή μου αποκαλυπτότανε κάτω από ένα εντελώς νέο φως, όλο αυτό γινότανε αφάνταστα σιωπηλά…
Κι ακριβώς μέσα σ’ αυτή την υπέροχη σιωπή βρίσκονταν το ιδιαίτερο μεγαλείο τους!

Κάθε τόσο, φίλοι και γνωστοί, έλεγαν ότι ζήλευαν τη δύναμη που είχα, όταν συχνά-πυκνά στη ζωή μου ξεκινούσα πάλι απ’ την αρχή, απ’ το μηδέν. Που να ‘ξεραν οι καημένοι, ότι εγώ τους ζήλευα που δεν την χρειαζόντουσαν τη δύναμη αυτή…

Είναι μια επιθυμία ονειρική και νοσταλγική, να μπορούσα να σταθώ ξανά σ’ εκείνο το σημείο της ζωής μου που πήρα τις αποφάσεις μου… Σ’ εκείνο, που θα μου έδινε τη δυνατότητα ν’ ακολουθήσω μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση απ’ αυτή που μ’ έκανε αυτό που είμαι τώρα…
Απ’ τη σκοπιά της αιωνιότητας όμως, όλο αυτό, χάνει κάθε νόημα!
 
Άφηνα πάντα κάτι από τον εαυτό μου πίσω όταν έφευγα από κάποιο μέρος του κόσμου όπου έζησα. Στην πραγματικότητα όμως, ακόμα κι αν έφευγα, έμενα εκεί… Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα μέσα μου που μπορώ να τα ξαναβρώ μόνο επιστρέφοντας εκεί απ’ όπου έφυγα… Κι έτσι, ακόμα και σήμερα, ταξιδεύω μέσα μου και πηγαίνω σε μέρη που πέρασα κάποιο κομμάτι της ζωής μου, όσο σύντομο κι αν ήταν… Αλλά ταξιδεύοντας μέσα μου, βρίσκομαι πρώτα αντιμέτωπος με τη μοναξιά μου…
Τελικά αλήθεια δεν είναι, πως ότι έκανα, το έκανα γιατί φοβόμουνα τη μοναξιά; Γι αυτό δεν απαρνήθηκα όλα όσα θα μετανιώσω στο τέλος της ζωής μου;
Τόσο οι μεταμεσονύκτιοι περίπατοί μου στους δρόμους των πόλεων που έζησα, όσο και οι περιπλανήσεις μου στα βουνά, στα δάση, στις θάλασσες, ένα όμορφο δέντρο, ένα λουλούδι, το κρασί, ο έρωτας, με σαγήνευαν... Η επαφή μου μ’ όλα αυτά ήταν αυστηρά προσωπική, τα πλούτιζα, με πλούτιζαν, τα ζούσα.
Ακόμα και σήμερα, χρόνια μετά, κάθε πρωινό είναι για μένα μια έκπληξη, κάθε δειλινό μια νοσταλγία, κάθε νύχτα ένα μεγάλο μυστήριο, ένα ποτήρι κρασί ένα φιλί, έρωτας…
 
Μια ολόκληρη ζωή, όσοι με περιτριγύριζαν, διαφωνούσαν ριζικά με το ποιος είμαι και το τι κάνω. Άλλοι, έλεγαν ότι τα κάνω όλα καλά. Άλλοι πάλι ότι τα κάνω όλα στραβά. Εγώ πάλι, μοναδικός πραγματικά γνώστης της δικιάς μου ζωής, διαφωνώ και με τους μεν και με τους δε.
Κι αυτό, γιατί οι μεν μ’ επαινούσαν βασιζόμενοι σ’ όσα στραβά έχω κάνει, οι δε με καταδικάζανε παρεξηγώντας όλα όσα έχω κάνει σωστά!
 
Δεν έμαθα να κάθομαι όρθιος, τον κόσμο να κοιτάω κι εκείνος να γελά και να μου γυρνάει τη πλάτη... Αυτό; Όχι!
Όχι, έλεγα μέσα μου! Δεν αξίζει να ‘χει η ζωή μου την ιστορία και το τέλος της ζωής αυτωνών. Δε θέλω να δουν οι άνθρωποι στο θάνατό μου το λυτρωμό μου από τα βάσανα μιας αδύναμης ζωής.
Όχι, δεν θέλω να χαρούν οι άνθρωποι για λογαριασμό μου που πέθανα, αλλά για λογαριασμό τους. Τους αδύναμους, μόνο τους λυπούνται. Τους δυνατούς, τους ζηλεύουν και τους φθονούν. Κάποιοι, θα χρειαστεί με τα ίδια τους τα μάτια να πειστούν ότι επιτέλους πέθανα, ότι πήγα στη κόλαση που τόσο μου άξιζε! Και θα το πουν και παραπέρα, βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης.
Τελικά όμως, μέχρι να τα γράψω όλα αυτά, οι περισσότεροι απ αυτούς ήδη φύγανε, χάνοντας έτσι αυτή τους την ικανοποίηση που τόσο τους άξιζε!
 
Τι θα μπορούσε, τι θα ‘πρεπε να γίνει μ’ όλο αυτό το χρόνο που βρίσκεται ακόμα μπροστά μου, απλόχερος και άμορφος, ελαφρύς στην ελευθερία του και βαρύς στην αβεβαιότητά του;
 
Θα ‘θελα να περιτριγυρίζομαι από άτομα που ξέρουν να αγγίζουν την καρδιά των ανθρώπων, άτομα στα οποία τα σκληρά χτυπήματα της ζωής τους δίδαξαν πως μεγαλώνει κανείς με απαλά αγγίγματα στην ψυχή...
 
Ψάχνω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα με ανθρώπινη υπόσταση...
...που να μπορούν να γελούν με τα λάθη τους,
...που δεν επαίρονται για το θρίαμβό τους,
...που δε θεωρούν τον εαυτό τους εκλεκτό, πριν απ’ την ώρα τους,
...που δεν αποφεύγουν τις ευθύνες τους,
...που, τέλος, υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το μόνο που επιθυμούν είναι να βαδίζουν μαζί με την αλήθεια, την ειλικρίνεια και την ουσία, τα μόνα που αξίζουν σ’ αυτή τη ζωή.
 
Και ναι, ...τελευταία, τα καλοκαίρια φεύγω πια μακριά...
Φεύγω μακριά, όσο πιο μακριά μπορώ...
Μακριά, ν’ αγγίξω τον ορίζοντα...
Ν’ αγγίξω τον ορίζοντα, να νιώσω πως είναι να φτάνεις στο τέλος του ταξιδιού...

Κουράστηκα πια γαμώτο…
Απ’ την άλλη πάλι χαίρομαι που οσονούπω φτάνω τα εβδομήντα μου, κυρίως γιατί δεν θα προλάβω να δω τον κόσμο που, τελευταία, οι άνθρωποι φτιάχνουνε. Ή που χαλάνε…

Λυπάμαι μόνο για όλους αυτούς που θ αφήσω πίσω, αλλά περισσότερο για τις κόρες μου και τα παιδιά τους…

Δοξάζω το Θεό που είμαι πλέον πιο κοντά στην έξοδο κι όχι στην είσοδο…

(Δημήτρης Αυγερινός : «Το συναξάρι μιας ζωής», Εισαγωγή)

 

 

 

 

 

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ:
Το περιεχόμενο του ιστολογίου αυτού περιέχει προσωπικές απόψεις των συντακτών του, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά.Οι πληροφορίες, σχόλια, φωτογραφίες και/ή τα τυχόν αρχεία που υπάρχουν ή επισυνάπτονται σ' αυτό το ιστολόγιο είναι πνευματική ιδιοκτησία του εκάστοτε συντάκτη τους, ο οποίος δεν υποστηρίζει, ούτε ευθύνεται για οποιαδήποτε γνώμη, υπόδειξη, συμπέρασμα, προσφορά, πρόταση, συμφωνία ή άλλη πληροφορία που περιέχεται σε αυτό το ιστολόγιο. Κάθε μη εξουσιοδοτημένη χρήση, αποθήκευση, αντιγραφή, ανακοίνωση, προώθηση, κοινοποίηση σε τρίτους κλπ. του υλικού που περιέχεται μέσα σ' αυτό το ιστολόγιο απαγορεύεται και τιμωρείται σύμφωνα με το νόμο.Δεδομένου ότι οι επικοινωνίες μέσω του διαδικτύου δεν είναι ασφαλείς, οι διαχειριστές του παρόντος ιστολογίου δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε απώλεια δεδομένων ή άλλη ζημία των αναγνωστών ή τρίτων, οφειλόμενη είτε σε χρήση είτε σε υποκλοπή, αλλοίωση ή μόλυνση με ιούς των εκάστοτε αναρτήσεων. Στον αναγνώστη εναπόκειται αποκλειστικά η ευθύνη για προστασία του συστήματός του από ιούς και για επιβεβαίωση του περιεχομένου του παρόντος ιστολογίου.
COPYRIGHT : pelioncentaur.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου