2 Οκτωβρίου 2011
Αγαπημένη μου !
Πόσο βιαστικά πέρασαν
οι μέρες μας…
Κι ούτε που
προλάβαμε να ανοιχτούμε στους μεγάλους ωκεανούς μας…
Πολλά, δε προλάβαμε ν’ ανακαλύψουμε στο
τελευταίο μας ταξίδι - την αίσθηση μονάχα πως τα λιμάνια π’ ανακαλύψαμε ήτανε
μακριά!
Τη βεβαιότητα μονάχα πως τα δελφίνια
που συναντήσαμε χόρευαν μόνο για μας!
Σα σε γνώρισα,
κοντοστάθηκα ν’ ανασάνω απ’ τη ζωή μου, δάγκωσα με ματωμένη μανία τα χείλια
μου, έκλεισα τα μάτια και γεύτηκα το σκοτάδι. Όταν ξαναείδα φως, κατάλαβα το
χέρι σου να ‘χει αποθέσει την ανεξίτηλη σφραγίδα του στο στήθος μου αριστερά,
στο μέρος της καρδιάς…
Αναρωτιέμαι, αν τώρα που έφυγες, θα μπορέσω ν’ αποτάξω
ολότελα τον αλλιώτικο εαυτό μου.
Αυτόν που ματώνει
σε κάθε του ανάσα μέχρι να δοκιμάσει πόσο αντέχει την επόμενη…
Αυτόν που
μόνο να γράφει δεν ξέρει... Να σβήνει απ’ το χώρο λέξεις που με το ζόρι
σφήνωσαν στην άπνοια, γυμνώνοντας τις μέρες του από τριαντάφυλλα που πνίγονταν
στον ίδιο τους ανθό, που ζευγάρωσαν με το απαλό βογγητό της βροχής, που γεμίζει
το κεφάλι του ελευθερώνοντας ντροπαλά όλα του τα βιώματα στο σύμπαν της αγάπης…
Σου γράφω λοιπόν…
Σου γράφω προικισμένος με την αγάπη μου, διαμορφώνοντας την αυτεπίγνωση.
Σου γράφω κυρίαρχος στη σφαίρα όλων μου των αισθήσεων, μέσα απ' το διάφανο
παράθυρο του νου.
Ενορχηστρώνω το μέλλον για ν'
ανεβούμε μαζί το βήμα του κόσμου.
Αδέσμευτο,
αυθαίρετο, και ατίθασο, αλλά και αληθινά ελεύθερο ορθώνεται το εγώ μου.
Χάρις σ’ αυτό, εγώ σκέφτομαι για εμάς πηγαία,
όλα όσα άλλοι με πολύ κόπο σκέφτονται για να καταλήξουν στη δικιά μου σκέψη.
Χάρις σ’ αυτό, σε βλέπω με τα δικά μου
μάτια και όχι με τα μάτια εκείνων που σ’ είδαν πριν από εμένα.
Χάρις σ’ αυτό η σχέση μου με το
σύμπαν, με τα πράγματα και τους ανθρώπους δεν μπαγιατεύει, αλλά είναι πάντα
νέα, δροσερή και το κάθε τι, χάρις σ’ αυτό το εγώ μου, αντιχτυπάει σαν
πρωτοφανέρωτο στην ψυχή μου.
Είναι όμως και του καλού και του κακού
πηγή τούτο το χάρισμα…
Το ίδιο εγώ που οικοδομεί τα ιδανικά
μου, αυτό διαλύει και τις ψευδαισθήσεις μου, κάθε τι που δεν είναι αληθινά
πραγματικό.
Κι όπως περνάν τα χρόνια, σιγά-σιγά,
το ίδιο το δικό μου εγώ, ξεχνάει την τέχνη που οικοδομεί κόσμους ιδανικούς, δεν
ξεχνάει όμως την τέχνη που τους γκρεμίζει…
Άλλοι
φοβούνται τον έρωτα, εγώ την ανυπαρξία…
Άλλοι σαλπάρουν με καράβια, εγώ με
σκέψεις…
Άλλοι βαστούν σφιχτά τον εαυτό τους,
εγώ κοιτάω ψηλά, προσμένοντας ακόμα ένα σκουντούφλημα…
Άλλοι γεννούν παιδιά, εγώ κυοφορώ
ποιήματα…
Άλλοι προσκυνούν τον Θεό, εγώ τον
κλέβω στο τάβλι…
Άλλοι φοβούνται τον θάνατο, εγώ τρέμω
μπρος στην ζωή μου…
Τριγύρισα τις
θάλασσες της γης ολάκερης, έσκισα πέλαγα κι ωκεανούς, είδα χώρες και κόσμο,
μέρη παράξενα, στις ατέλειωτες αγρύπνιες μου είδα ουρανούς κι αστέρια, μίλησα
μ’ ανθρώπους κι ανθρώπους, γνώρισα λογιώ - λογιώ γυναίκες, αυτό μ’ εμάς δεν το
‘χω ματαζήσει…
Γευτήκαμε τον έρωτά μας με αργά, λάγνα
σκουντήγματα γεμάτα γλύκα, είπαμε όλα όσα πάντα ονειρευόμασταν ν’ ακούσουμε,
ξανοιχτήκαμε σε πέλαγα πρωτόγνωρα κι ανακαλύψαμε, Μαγγελάνος εγώ το κορμί σου,
Κολόμβος εσύ τη ψυχή μου…
Γνωρίσαμε νύχτες μ’ απύθμενα σύνορα,
γνωρίσαμε μέρες μ’ ατέλειωτες περιπλανήσεις σε θάλασσες ταξιδιάρικες, ζήσαμε
ήλιους καυτούς και ολόδροσα φεγγάρια…
Κάτω απ’ τ’ αστέρια τ’ ουρανού,
κοιμηθήκαμε ύπνους γεμάτους φως…
Έτσι, με το
χρόνο που κύλαγε απειλητικά γλυκά, άρχισα να σε γεύομαι, να σ’ οσμίζομαι, να σε
μετράω στα δάχτυλα, να σε μαθαίνω απ’ έξω κι ανακατωτά, χάραξα πορεία…
Μια πορεία που να ‘μαστε εμείς οι δυό,
να βρίσκουμε τρόπο να χωράει η χούφτα μας αλήθεια, πίστη, μαγκιά, και
καταθέσεις που να τοκίζονται μόνο σε ταμεία καρδιάς.
Που στα πρώτα δύσκολα η χούφτα αυτή να
ερωτοτροπεί και να γίνεται γροθιά που της φτάνει να ξέρει πως θα ‘χει ζεστασιά
και δέρμα ν’ ακουμπάει...
Σ’ αλητεία έρωτα που να παραδίνεσαι
άνευ όρων…
Στο Άγιο Μακελειό...
Σ’ αυτό το ταξίδι
που κίνησα να ζήσω μαζί σου, σου παραδόθηκα. Άνοιξα όλες μου τις πόρτες και σ’
άφησα να μπεις και ν’ αλωνίσεις όπως εσύ μονάχα θα μπορούσες…
Εσύ μ’ έβαλες να ξανανιώσω την
απεραντοσύνη της θάλασσας, το ατέλειωτο του έναστρου ουρανού, τους
αναστεναγμούς των χαμένων γλάρων...
Εσύ έβγαλες από μέσα μου τον καλύτερό
μου εαυτό…
Εσύ με τράβηξες απ’ το κουκούλι του
σκώληκα, εσύ με μεταμόρφωσες σε πεταλούδα ζωγράφου, μουσικού, ποιητή…
Εσύ μ’ έκανες χίμαιρα που μόνο δίπλα
σου ανέπνεα, μόνο στη θωριά σου ξεδίψαγα…
Ώρες σ’ αγνάντευα, εγώ ξενυχτισμένος
από φόβο μη χάσω τις στιγμές σου, εσύ παραδομένη στη γλύκα του ανάλαφρου
πρωινού ύπνου, κόκκινο ρόδο στο κρεβάτι μου…
Οι μέρες μάκραιναν κι ο έρωτάς μου μέστωνε μαζί τους.
Γιός του σύμπαντος, αστρική σκόνη,
λάτρευα τον αγέρα, τον ήλιο και το φεγγάρι, πρωτόγνωρα βίωνα δίπλα σου τα
κοσμικά φαινόμενα, αιωρούμενος στη φυσική ισορροπία των παγκόσμιων ρυθμών.
Γυρνώ σαν κομήτης στο σύμπαν μου…
Παραμιλώ…
Παραμιλώ, πως τυχεροί είναι εκείνοι που ξυπνούν μετά από χρόνια δίπλα στο
ίδιο οικείο σώμα χωρίς να μιλούν για κείνα που πήραν μα κυρίως χωρίς να
ζυγιάζουν εκείνα που έδωσαν...
Παραμιλώ, στην μετάβαση από την δική μου ζωή στην δική σου…
Δραπέτεψα απ’ τη στεγνή, τρισδιάστατη
λογική, άγγιξα τη τέταρτη διάσταση, την άυλη κι άπιαστη, αυτή τη φευγάτη απ’ το
περίγραμμα των αισθήσεων.
Βυθισμένος στον ίλιγγο του έρωτά μου, με μόνη πυξίδα την αγάπη μου, σε
ταξίδεψα σιγά-σιγά στο κόσμο μου, να γνωρίσεις το "χέρι-χέρι" και το
"δίπλα-δίπλα", να μαθητέψεις το "μαζί"…
Σ’ έβαλα να γευτείς τ’ άπατα νερά της θάλασσας, ν’ αφεθείς στην αρμυρή
αγκαλιά της…
Σε πήγα σ’ αέρινες διαδρομές γεμάτες χαρά, ελπίδα κι αύριο…
Σ’ έβαλα ν’ ανακαλύψεις την υγρή ηδονή που μόνο ο έρωτας μπορεί να
γιγαντώσει μ’ ένα άγγιγμα, ένα φιλί, ένα χάδι…