Μέσα, παντού γύρω μου, καλωσόριζαν πλήθος γιορτινά μπιχλιμπίδια, φωτάκια, κεριά, δίνανε το χρώμα σου, το χρώμα του έρωτα στην κάμαρη που χρόνια τώρα στέκονταν εκεί μισόγυμνη, στυγνό καταφύγιο της ανέραστης, μοναχικής μου καθημερινότητας.
Τα φώτα ταπεινά, γλυκιά μουσική, στο τραπέζι κόκκινο φωτεινό κερί, δυο πιάτα ζεστό φαΐ, ποτήρια, ένα μπουκάλι κρασί…
Μ’ έσφιξες στην αγκαλιά σου, τα χείλια σου ρούφηξαν την ανάσα μου, άπληστα κατάπιαν τη πνοή μου…
- Θά 'σαι κουρασμένος, μου ψιθύρισες… Θα πεινάς… Έλα, κάτσε να φάμε, ετοίμασα κάτι, έτσι, στα γρήγορα…
- Τι έκανες; Τι; αποκρίθηκα…
Σάστισα… Η καρδιά αλάφιασε πλημμυρισμένη αίμα στο στέρνο μου που χάθηκε στο βάθος του κορμιού μου με γοργό καλπασμό… Κάποιο χέρι αόρατο, άρπαξε τη τραχεία μου και την έφραξε, άλλες λέξεις δε μπόρεσα ν’ αρθρώσω… Κανείς, ποτέ δε μ’ είχε υποδεχτεί έτσι στο σπίτι σα γύρναγα απ’ τη δουλειά…
Μια στιγμή οι ματιές μας συναντήθηκαν υποψιασμένες, σαν ο ένας να ζύγιαζε τις προθέσεις τ’ αλλουνού, σαν να παίρναμε αμπάριζα από το βωμό της Αστάρτης, για το ηδονικό παιχνίδι που άρχιζε.
Αμίλητος, με τα μάτια ορθάνοιχτα να κοιτάνε τα τριγύρω μ’ απορία, κάθισα, πήρα την πρώτη μπουκιά και χάθηκα… Χάθηκα σε φυγή ονειρεμένη, σ’ έναν πρωτόγνωρο αισθησιακό λήθαργο, αρμένιζα…
Ούτε γνωρίζω, ούτε που θυμάμαι τι ήταν αυτά που γεύτηκα.
Σαν ανάδυσα απ’ την πανδαισία αυτή, την είδα δίπλα μου να μαζεύει τ’ αποτελειωμένα. Ένοιωθα το κορμί μου ξεκούραστο, τη ψυχή μου ξεκάθαρη. Μες απ’ την ακινησία του μυαλού, η σάρκα ζωντάνεψε. Μια κυρίαρχη επιθυμία μ’ έσπρωχνε να την αρπάξω και να τη γευτώ τώρα-δα, εδώ, αμέσως. Η γυναίκα πρέπει να ένοιωσε τη βούληση αυτή που καθρεφτίζονταν στη μορφή μου, γύρισε και με κοίταξε με ματιά λάγνα, προκλητική. Σαν να μούλεγε: "Έλα! Πάρε με! Τώρα!"
Το κερί φώτιζε θαμπά, οπτασίες κόκκινες παντού. Στο τζάκι που 'καιγε στο βάθος, η φλόγες ξάφνου θέριεψαν, η ελιά που περίμενε, έτριξε ηδονικά σαν την αγκάλιασαν να την τελειώσουν.
Σηκώθηκα αργά, αθόρυβα, την άδραξα από πίσω, τη τράβηξα κοντά μου. Τα φουσκωμένα στήθια της γέμιζαν τις παλάμες των χεριών μου σα μισογύρισε το κεφάλι με το λάγνο στόμα της μισάνοιχτο, αναζητώντας το φιλί μου. Δάγκωσα τα χείλια της με λύσσα…
- Τι γυναίκα είσαι εσύ;
Ένοιωσα το κορμί της να με σφίγγει.
- Μια γυναίκα που αγαπάει. Τίποτ’ άλλο…
Το βαθύ φιλί της γέμισε πίκρα το στόμα μου.
Έσπρωξα στην άκρη τα πράματα στο τραπέζι, τη γύρισα απαλά, ανάλαφρα τη
σήκωσα και ξάπλωσα το ηδονιζόμενο σώμα της στο μαλακό ξύλο. Σήκωσε τα πόδια
της, ακούμπησε τις φτέρνες στη κόχη. Άνοιξαν πλατιά και παρατήθηκαν
προσμένοντάς με. Μπήκα, χάθηκα βαθειά ανάμεσά τους, ζώντας έναν-έναν τους
ατέλειωτους υγρούς σπασμούς του λατρεμένου κορμιού της. Ώρες ταξίδευα μ’ όλες
μου τις αισθήσεις, γευόμενος τη ζεστή γλύκα της γυναίκας που μ’ αγαπούσε, μέχρι τον μικρό θάνατο...
Χαμογελούσα άβουλος, αδύνατος, άμοιρο παίγνιο του ριζικού μου.