Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

Ευθανασία





 

Ι

Τη σιωπή αν τη ζωγράφιζε, θα της έδινε χρώματα…
Μα το χαρτί απομένει ολόλευκο, κενό. 
Προσφεύγει στη ποίηση, γράφει… 
Γνώριμος δρόμος… 
Κρατώντας πάντα στο χέρι ένα χαρτί ολόλευκο, κενό...

Όταν την απάντησε, πέταξε στο κάλαθο αχρήστων κάθε πρόσκαιρο συναίσθημα, κάθε αγωνία απόγνωσης στα κατάματα βλέμματα που του 'ριχνε η μοναξιά του, ελπίζοντας πως το μόνο που θα μπορούσε ν' αποχτήσει ήταν αυτή.

Έσβησε τις στιγμές που στέκονταν απέναντί του - θρασύς ο καθρέφτης - και μονολογούσε: «Εσύ θα 'σαι μόνος…».

Τότε που σκούπιζε το δάκρυ - το βουβό, ξέρεις, απ' αυτά που δεν βρήκαν ποτέ το  δρόμο να κυλήσουν - και ρωτούσε:

- Καθρέφτη καθρεφτάκι, ποια θα 'ναι αυτή?

- Αυτή θα 'ναι η…

Αιώνια μισοτελειωμένη απάντηση...

Αιώνια μισοτελειωμένη συνωμοσία σιωπής…

Στο γέλιο της κολύμπησε, το μυαλό της γεύτηκε, στο κορμί της χάθηκε, στην ανάσα της αφουγκράστηκε μια μόνο απάντηση: Αυτή...

Αυτή…

Ποια ήτανε αυτή?

Τι ήτανε αυτή?

Πως ήτανε αυτή?

Γι αυτή, κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ για αυτή, ούτε η ελιά ούτε η λεύκα η άγρια στα δικά του τα μέρη στ' αψηλά του βουνού, ούτε οι γοργόνες του και τα δελφίνια στα νερά της θάλασσας π' αλώνιζε…
Τίποτα για αυτήν…

Είπε λοιπόν πως τελικά δέχτηκε ο Θεός του να του οδηγεί το χέρι. Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά στα φαράγγια και στους γκρεμούς, σ’ όλο το γύρο του γιαλού, του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά.

Ούτε ήθελε να ρωτήσει!

Φοβότανε το ρώτημα στα χείλια του, την απόκριση στα χείλια αλλωνών.

Φοβότανε πως η γνώση θα γκρέμιζε το παράξενο όνειρο της άγνοιας.

Φοβότανε μήπως αυτή, μήπως του πει, του μιλήσει...

Και δεν ήθελε να μάθει... Δεν ήθελε... Ας κράταγε τα μυστικά της… Εύκολα ξεφεύγει λόγος κακός σε ώρα οργής…

Ας τραβούσαν τα πάντα όλα μέσα στην άγνοια. Ας ξετυλίγονταν στο λυκόφως του μυστηρίου. Ας πήγαιναν όπου τα ξέσερνε ο άνεμος του πάθους, η σοροκάδα της ψυχής.

Άλλες πληγές, δεν ήθελε ν' αντέξει…

Έτσι, μ' όλα αυτά μες το μυαλό και τη καρδιά, ξεκίνησε το ταξίδι του μαζί της, δέχτηκε για χάρη τους να ξεπεράσει κάθε όριο που τα τελευταία χρόνια είχε θέσει στη ζωή του...

Πίστεψε πως ευτυχία ήταν το να βιώνει καθημερινά αυτή την ισορροπία κι αρμονία που μαζί ορίσανε... Έλεγε «η ευτυχία δεν είναι προορισμός... είναι ένας τρόπος να ταξιδεύεις»! Και την ταξιδέψανε μαζί, έστω γι' αυτό το λίγο…

Έτσι έλεγε…

Μέχρι που 'ρθε η μαύρη η μέρα εκείνη…

Εκείνη η μέρα που γύρισε η μοίρα τους αλλού το πρόσωπό της…

Εκείνη η μέρα που ο καιρός τους άφησε…

 

ΙΙ

Σα χίμαιρα που μόνο δίπλα της μπορούσε ν' αναπνέει, που μόνο στη θωριά της ξεδίψαγε, ξεκίνησε τη μέρα εκείνη, Πέμπτη ήτανε θαρρώ, τ' Άη Φώτη του Ανίκητου ανήμερα…

Σ' όλο το δρόμο ανάλαφρα τανούσε τα ρουθούνια του ν' ανοίξουν, να μπορέσουν ολόκληρη να τη ρουφήξουν, να τραβήξουν μέσα του την αγαπημένη ανάσα της που τόσο ποθούσε τον τελευταίο καιρό.

Ήμερο ξεκίνησε 'κείνο τ' απόγιομα.

Ποιός να φαντάζονταν το θανατικό που προμηνύονταν…

Ποιος να ψυχανεμίζονταν πως η δίψα του, η δίψα της, για ν' αφεθούνε για πρώτη φορά, θα τους γκρέμιζε στη καταστροφή…

Τι ήταν αυτό όμως!
Ξεμύτισε ο κρυφός σκορπιός που είχε βαθειά χωμένη την ουρά του στα φυλλοκάρδια της. Την ένοιωσε να ηδονίζεται με το φαρμάκι που σταλαγματιά-σταλαγματιά πλημμύριζε το σώμα της…
Ανάμεσα στις ξετσίπωτες σκέψεις της, την οσμίστηκε, σα ζώο πληγωμένο να μελετάει εκδίκηση πριν ξεψυχήσει…
Αρρωστημένος, βδελυρός εγωκεντρισμός, ατέλειωτο, χαϊδεμένο πείσμα…
Είδε τα μάτια της, φωτιά, να μαυρίζουν σε θυμό αλόγιστο. Στεκότανε εκεί, ακίνητη, με τα κοκκινόμαυρα μάτια της στυλωμένα πάνω του να ξεχειλίζουν βρισιές σαν απ' αφιονισμένο μίσος.
Να γκρεμιστούν τα σύμβολα!
Να βρωμίσουν οι θύμησες!

Vitae iracundia semper – Μια ζωή μόνο θυμό!

Την άκουγε με μαύρες σκέψεις απ' εκείνες που χυμάνε σα ξωτικές φιδομαλούσες και ξαπλώνουν μπροστά στα μάτια του τα σφαλιστά όλη τη ματαιότητα των περασμένων, την απελπισία των ερχόμενων. Μυαλό και σάρκα ακίνητα, πνιγμένα στην κατακραυγή μιας ζωής γεμάτη φωτιά και σπίρτο, οσμίζονταν το κακό να σιμώνει.
Όλα ανάκατα κλωθογυρνάν στο μυαλό του, όλα όσα για μια φορά ακόμα του 'κοψαν την ανάσα…
Χέρι αόρατο, μαρμαρένιο, αρπάζει και του φράζει το λαιμό, παιδεύει τα πλεμόνια του - διψάει για καθαρό οξυγόνο!
Ταραχή!
Κοφτερός ο φόβος, φίδι σφουριχτό που τον κατάτρωγε.
Με μάτια πεταμένα, σώμα παγωμένο, τινάζεται ολόρθος μ' αλαλιασμούς φρίκης…
Τίποτα…
Ανίκανος γι' αντίδραση κόντρα στη χυδαία ανοησία, περιμένει κι ακούει, σηκώνει τους ώμους και γυρνάει τα μάτια τα ζαβλακωμένα στη νυχτιά την ασέληνη, σαν όλα αυτά να ήταν πια πράματα κόσμου αλλοτινού.

Δίπλα απ' τη φλόγα του κεριού που ορθώνονταν κατακόρυφη, ακίνητη, με περίγραμμα σαν αιχμή πυρωμένης λόγχης, αντίκρισε αυτό που - σίγουρος για το αλάθητό του - έλεγε πως ποτέ δε θα υπάρξει γι αυτούς… Το τέλος, το δικό τους το τέλος… Να ξεκινάει απ' τη πρώτη κιόλας μέρα τους...

Έτσι του 'λαχε, γεμάτος συντριβή να συναπαντήσει εδώ την έννοια του θανατικού, του οριστικού κι αγύριστου, την νεκρική ακαμψία, τα γυάλινα μάτια χωρίς φως, ορθάνοιχτα ν' ατενίζουν το άπειρο τ' ουρανού, τη δυσοσμία που η σαπίλα του κουφαριού περήφανα στον άνεμο σκορπάει…
Τα γόνατά του κόπηκαν…
Κατάλαβε…
Σηκώθηκε κι έκλεισε με κρότο τη πόρτα πίσω του…
 

ΙΙΙ

Βγήκε στη σκοτεινή νυχτιά… Ο αγέρας ήτανε βαρύς, πνιχτικός, κορεσμένος με οσμή σαπίλας. Ιδρώτας κυλούσε στα μηλίγγια, στο κορμί του, πότιζε τα ρούχα του, έλιωνε τη ψυχή και το μυαλό του.
Το πηχτό υγρό του σκοταδιού πότισε τα βλέφαρά του, διαπέρασε - γυάλινα τα μάτια, νέκρωσε τα νεύρα τους τα οπτικά.
Μονάχος στο στερέωμα της νύχτας...
Μονάχος στη μοναξιά του παγωμένου αισθήματος...
Μονάχος, άδειος από συλλογιά και συναίσθημα, μετέωρος ανάμεσα σ' ύπαρξη και ανυπαρξία…
Πήρε να ξημερώσει, αλλά που το γλυκοχάραμα...
Μες απ' τα σύννεφα πρόβαλε ο ήλιος, φαλακρός, άρρωστος...
Ένα φως θλιμμένο έγλειψε το σπίτι, ξεχάσκιασε πέρα μακριά κι η θάλασσα, κατάμαυρη...
Πως να ξυπνήσει αυτή η γης, πως να ανοίξει το μάτι... τι να δει...
Το σώμα της αγάπης του κείτεται άψυχο εκεί, παγωμένο κουφάρι…
Ο λόγος π' ανεβαίνει το λαιμό, γίνεται πια λυγμός...
Οδύνη για τη αδικοχαμένη αγάπη κατακλύζει την αυλή της καρδιάς...
Περνάνε μέρες και βδομάδες κι ακόμα ψάχνει να 'βρει δικαιολογίες να βολέψει τα ερωτηματικά που χάσκουν με στόμα ανοιχτό, στεγνό, χωρίς σάλιο, ρωτώντας μονότονα: Πως έγινε κι ο βουβός του τρόμος να βρήκε το δρόμο και να βγήκε στο φως? Ποιά αξία την έκανε να κερδίσει τι? Να χαρεί τι?
Μα τι περίμενε? Ανάσταση? Δεν υπάρχει…

Έχουν δίκιο που λένε πως όταν ψάχνεις δεν βρίσκεις παρά μόνο ένα τίποτα που παραμονεύει στην γωνιά - στην κάθε γωνιά, κι ας φωνάζεις «φτού…»! Η ροχάλα τελικά αποχτά τη δοξασμένη θέση της, στην ίδια, τη δικιά σου τη μούρη…

Τσάμπα ψάξιμο λοιπόν…

Το μόνο που βρήκε ήταν καναδυό ετοιμοθάνατα φιλιά της.
Τα δικά του, αυτά που χώνοντας γενναιόδωρα βαθειά το χέρι στη τσέπη της καρδιάς του της έδινε, τον άφησαν ταπί… Εγκλωβισμένο στο ξόδεμα του παραλόγου!
Τότε ήταν, που σαν ξεμύτισε το δροσερό δευτεριάτικο βραδάκι, μες απ’ τη φαρμακερή του έξαψη κάτι τις τον έσπρωξε και ξαναγεύτηκε το θανατικό που τη νύχτα εκείνη των δυό Αγίων, με τα ξωτικά και τα φαντάσματά της, συντελέστηκε. Μες στην απελπισία της νυχτιάτικης μοναξιάς του διάκρινε με φρίκη την πινακίδα στη πόρτα του Παραδείσου του: «Απαγορεύεται η είσοδος στους ζωντανούς».
Με τη χημεία τους να 'χει καταντήσει τοξικό απόβλητο, το πάθος να ‘χει πιάσει το νεκροκρέβατο, μόνο μιά ήταν πια η απάντηση: Ευθανασία!!!
Άρχισε λοιπόν, ύστατος χαιρετισμός, να σκάβει λάκκο βαθύ, να τα βάλει όλα μέσα, να γίνουν πάλι χώμα και νερό, ν' αναπαυτούν όπως ξεκίνησαν.
Μόνο η ταφόπλακα έλειπε. Όταν κι αυτή μπήκε στη άχαρη θέση της, σφράγισε βαθειά κάτω της, μέσα στο χώμα, ότι μπορεί να είχε πια απομείνει και ήταν λίγο ακόμα ζωντανό, μη τυχόν και ξεμυτίσει βρικολακιασμένο να ρουφήξει ματωμένο πόθο…
Κυριακή πάλι μεθαύριο...
Επικίνδυνη μέρα!
 

ΙV

Έτσι τον βρήκε το φθινόπωρο, έτσι θα τον βρει κι ο χειμώνας. Τέλειωσε ο Νοέμβρης κι αυτός συνέχιζε να βουλιάζει στην αποχαυνωτική του νάρκη.
Απαρνιέται ξανά όλους και όλα…
Εκεί, ακίνητος, με κοφτό βλέμμα ζυγιασμένο στο λαμπερό αστέρι που δε λέει να σβήσει…
Μεσοβδόμαδα, μέσα του μια φωνή έκραξε θυμό μεγάλο…
Θύμωσε για όλα όσα πίστεψε, τα κάλπικα… Και τώρα ήταν όλα για όλα. Τίποτα πια δεν ήταν  του κόσμου αυτουνού, πραγματικό…
Θύμωσε μ' αυτόν τον ίδιο, σαν ξύπνησε και είδε τον εαυτό του πρόσωπο με πρόσωπο με το μάταιο εφιάλτη και τίποτ' άλλο. Πως τα κατάφερε και τον έβαλε μήνες τώρα να ζει την αυταπάτη τούτη…
Προδοσία! Προδόθηκε! Τον πρόδωσε!!!
Κι ας έλεγε αυτός πως ήτανε η μόνη του αλήθεια…
Κι ας έλεγε αυτή πως ποτέ δε θα τον προδώσει...
Βγαίνει μια βόλτα στη πόλη, δεν ακούει πια  καλημέρες…
Κλείστηκαν όλοι μέσα, λούφαξαν απ' το ξαφνικό κρύο, ψάχνουν ότι μάλλινο απέμεινε! Ψάχνουν μέσα στην ναφθαλίνη και καμιά σύσπαση χειλιών να του την σερβίρουν για μειδίαμα.
Κόβει βόλτες κι ονειρεύεται ξανά και ξανά ζεστές καλημέρες, ηλιόλουστα χαμόγελα, μια τόση δα ελπίδα πως όλα πορεύονται όπως τ’ άφησε πριν, το καλοκαίρι - βρώμικο πράμα η ελπίδα, το 'χε ξαναπεί αυτό!
Ο γείτονας δεν τον κοιτά στα μάτια, είχε αυτήν και τώρα μόνος, του φάνηκε άγνωστος.
 
Κι ακόμα κόβει βόλτες, ποιος κρυώνει… ποιος νοιάζεται...
Ξοδεύει ενέργεια, ξοδεύει λόγια που πέφτουν στο κενό, στιγμές δικές του - στις δικές της περίσσευε.
Το πάθος αντικαταστάθηκε από την αδιαφορία, η δράση από τη πεζότητα, πεζοπορεί λοιπόν…

Λούφαξαν όλοι, αυτή?

Πλαστά αισθήματα, κρότοι βεγγαλικών που πίσω τους απέμεινε μόνο μια βουή - δεν πάει σιγά-σιγά από εκεί που ήρθε?
Κι αυτή η βόλτα σήμερα, τόσο παγωμένη…
Γύρω και μέσα του, μπήκε ο χειμώνας!
Κι αν νόμισε ποτέ πως άλλους παραπλανεί, λάθος! Παραπλανιόταν πρώτος αυτός.
Είχε πει πριν καιρό στον μέσα του εαυτό - αυτόν που κουβαλάει αιώνες παρακαταθήκη στο κεφάλι του, να παραδοθεί, να 'ρθει να ντυθεί με τα ρούχα της φύσης του, να ξαποστάσει, ν' αγαπηθεί…
Ξεπουλημένος τον εκλιπαρεί τώρα να ντύσει το ντρόπιασμά του… Και μόνη που απαντάει με θράσος είναι η αξιοπρέπεια - που ξέχασε πως είναι να αποκοιμιέσαι με παραμύθια - και που σήμερα διεκδικεί ένα τέλος που μέσα του να χωράει μόνο αυτός κι η ίδια...
Έχασε πια τη πίστη του σ' εκείνη!
Κι ας μη λέει ότι δε τη βρίσκει πλέον με τίποτα και πουθενά...
Κι ας μη δηλώνει εξαφάνιση στο γραφείο απολεσθέντων… Εκεί, τους λέει πια, αν τη βρείτε, κρατήστε την. Πάει πακέτο με κάτι φτηνιάρικα λόγια που κάηκαν στο βωμό μιας πόρνης αγάπης, ενός ξεθωριασμένου έρωτα και μερικών εντυπώσεων που πασπάλισαν με ζάχαρη μια σχέση πριν τη μπουκώσουν με σαρκοφάγα όνειρα που τρέφονταν το ένα με το άλλο πριν φτύσουν από μέσα τους εκείνη…
Όλα πια κείτονται σε ύπτια πτώση, παραδομένα.
Κάθε βράδυ, ακόμα ονειρεύεται ποιήματα γι αυτή και το πρωί ξυπνάει με τα μάτια ματωμένα…
Δε θρηνεί γι αυτή…
Δε θρηνεί γι αυτόν…
Δε θρηνεί γι αυτούς…
Τι ήτανε αυτοί…
Λίγο περαστικό τίποτα, ίχνη κοσμικής σκόνης.
Έφυγε αυτός, έφυγε κι αυτή… Τι απέμεινε?
Ήρθαν απ’ το πουθενά, οδέψανε στο τίποτα, χαθήκανε... 
 
Για τη χαμένη την αγάπη του θρηνεί…
Γι' αυτή που όπως ήρθε, έτσι κι έμεινε, άυλη, άφθαρτη, μια ιδέα…
 
Θα 'ρχεται εκεί που δε θα τον προσμένει, στο τάφο της αγάπης της χαμένης…
Θα 'ρχεται κυνηγώντας τα όνειρά του…
Δε θα τον ηλεκτρίζει πια η αβάσταχτη αγκαλιά της, νεκρή και κρύα, μόνη, κι απ' όλα ξένη.
Η πιο άστατη, μα πολυαγαπημένη, δίχως τα δάκρυα και δίχως τα φιλιά της.
Μέσα στις αναμνήσεις του χαμένη... 
 
Αυτά, κι άλλα πολλά που δε τα θυμάται πια, νύχτες ολάκερες της γράφει, με τη μακρινή, ύπουλη κι υποσυνείδητη προοπτική, κάποια μέρα, κάποια στιγμή να πέσουν στο μάτι της, να τα διαβάσει, να τα καταλάβει…

Θα τα διαβάσει? Δεν ξέρω…

Θα τα καταλάβει? Δεν…

Αλλά...
...τι σημασία έχει πιά!

 

 

 

 

 

 

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ:
Το περιεχόμενο του ιστολογίου αυτού περιέχει προσωπικές απόψεις των συντακτών του, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά.Οι πληροφορίες, σχόλια, φωτογραφίες και/ή τα τυχόν αρχεία που υπάρχουν ή επισυνάπτονται σ' αυτό το ιστολόγιο είναι πνευματική ιδιοκτησία του εκάστοτε συντάκτη τους, ο οποίος δεν υποστηρίζει, ούτε ευθύνεται για οποιαδήποτε γνώμη, υπόδειξη, συμπέρασμα, προσφορά, πρόταση, συμφωνία ή άλλη πληροφορία που περιέχεται σε αυτό το ιστολόγιο. Κάθε μη εξουσιοδοτημένη χρήση, αποθήκευση, αντιγραφή, ανακοίνωση, προώθηση, κοινοποίηση σε τρίτους κλπ. του υλικού που περιέχεται μέσα σ' αυτό το ιστολόγιο απαγορεύεται και τιμωρείται σύμφωνα με το νόμο.Δεδομένου ότι οι επικοινωνίες μέσω του διαδικτύου δεν είναι ασφαλείς, οι διαχειριστές του παρόντος ιστολογίου δεν ευθύνονται για οποιαδήποτε απώλεια δεδομένων ή άλλη ζημία των αναγνωστών ή τρίτων, οφειλόμενη είτε σε χρήση είτε σε υποκλοπή, αλλοίωση ή μόλυνση με ιούς των εκάστοτε αναρτήσεων. Στον αναγνώστη εναπόκειται αποκλειστικά η ευθύνη για προστασία του συστήματός του από ιούς και για επιβεβαίωση του περιεχομένου του παρόντος ιστολογίου.
COPYRIGHT : pelioncentaur.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου